- πράττουσι
- πρά̱ττουσι , πράσσωpass throughpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πρά̱ττουσι , πράσσωpass throughpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμεσητικός — νεμεσητικός, ή, όν (Α) [νεμεσητός] 1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῑς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόν μεμπτόν». επίρρ...… … Dictionary of Greek
συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… … Dictionary of Greek
Κοντός, Πολυζώης — (Ιωάννινα 1760; – Βλαχία 1821;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και συνέχισε τις σπουδές του στη Βενετία. Σταδιοδρόμησε κυρίως ως δάσκαλος στη Βιέννη και αργότερα δίδαξε στα σχολεία των… … Dictionary of Greek